πρών

πρών
(I)
-ῶνος και -ωνός και επικ. εκτεταμένος τ. πρώων και επικ. ασυναίρ. τ. πρηών, -ῶνος και ποιητ. τ. πρεών, -όνος, ὁ, Α
1. το προεξέχον τμήμα γης ή όρους και, ιδίως, λόφος που προεκτείνεται προς τη θάλασσα, ακρωτήριο
2. φρ. «Δελφὸς πρών» — ο Παρνασσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρών, κατά την επικρατέστερη άποψη, προέρχεται από αρχικό τ. *πρώ-F-ων, ο οποίος ανάγεται στην πρόθεση πρό και έχει σχηματιστεί μάλλον από *pr, με μακρό φωνηεντικό r (και όχι από *prō) με επίθημα -ων (πρβλ. πέπ-ων, πί-ων). Κατά την άποψη αυτή, ο τ. πρηών (< *πρᾱFών) οφείλεται σε διαφορετική αντιπροσώπευση τού rως -ρᾱ- (βλ. και πρῶτος/ πρᾶτος). Από τη λ. πρών, τέλος, προέρχεται και η λ. πρῷρα*].
————————
(II)
Α
επίρρ. (δωρ. συνηρ. τ.) βλ. πρώην.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πρών — foreland masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρών — foreland masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρῶν' — Πρῶνα , Πρών foreland masc acc sg Πρῶνε , Πρών foreland masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῶν' — πρῶνα , πρών foreland masc acc sg πρῶνε , πρών foreland masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωνί — Πρών foreland masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωνί — πρών foreland masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωνῶν — Πρών foreland masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωνῶν — πρών foreland masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωνός — Πρών foreland masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωνός — πρών foreland masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”